Δώσε μου πίσω την αγκαλιά σου. Κουράστηκα να την ψάχνω αλλού.
Κουράστηκα να μη χωράω, να περισσεύω σ’ αυτές τις καινούριες που μου προσφέρουν άλλοι. Αγγίγματα επιφανειακά, χρώματος γκρι. Μουντά. Τις περισσότερες φορές ξέπεσα πάνω τους καταλάθος. Άλλες πάλι, μπέρδευα τα χέρια τους με τα δικά σου κι αφηνόμουν σ’ αυτά λες κι ήταν κάτι γνώριμο. Ποτέ δεν το έκανα όμως νηφάλια. Πάντα υπό την επήρεια της έλλειψής σου. Υπό το σύνδρομο ενός «μου λείπεις». Κι έχω πολλά συμπτώματα από αυτόν τον τελευταίο καιρό.
Δώσε μου πίσω την αγκαλιά σου. Σε καμία άλλη δεν ταιριάζω. Και αν έστω για μια στιγμή πήγα να βολευτώ σε κάποια, αμέσως το συνειδητοποίησα και ξεγλίστρησα. Δεν ήσουν εσύ εκεί. Δεν είναι δικά σου χέρια αυτά που μ’αγγίζουν. Τα νιώθω ασταθή να ταλαντεύονται και να πειραματίζονται στα χάδια και στ’ αγγίγματα. Να μην ξέρουν πως να το κάνουν και να μην καταλαβαίνουν γιατί το κάνουν. Να χάνονται και να κρύβονται κάτω από ρηχές υποσχέσεις και κοινότυπα λόγια, τα οποία άηχα βγαίνουν από τα χείλη κάποιου ξένου.
«Πόσο χαμηλά έχεις πέσει» θα μου πεις κι εγώ θα ψάξω να βρω κουράγιο και παρηγοριά στον τόνο της φωνής σου. «Τόσο χαμηλά όσο με άφησες» θα σου πω. «Έλα να με σηκώσεις πάλι». Και θα το κάνεις. Γιατί ξέρεις πως όσο κι αν ψάξουμε κι οι δύο, πουθενά δεν θα ξανακουμπώσουμε το ίδιο. Πουθενά δε θα λείπεις το ίδιο. Σε μία τέτοια ιστορία αγάπης δε χωράει τόσο άδοξο τέλος, δε συμφωνείς;
Έλα, λοιπόν, πίσω στη θέση σου και κλείσε με στην αγκαλιά σου. Να θυμηθώ πως ανασαίνει κανείς με ασφάλεια. Χωρίς φόβους και κόμπους στο λαιμό. Κλείσε με μέσα εκεί και άσε με να πάρω δόση από τη ζωή μου. Άσε με να γευτώ εσένα. Τη μυρωδιά σου, την αναπνοή σου, τα μάτια σου. Αυτά τα τόσο δικά σου που μου στέρησες τόσο καιρό. Τα βασικά συστατικά της ζωής μου.
Θύμισέ μου ν’ αγαπάω τον κόσμο, να μην τον φοβάμαι. Να τον κοιτάζω με θάρρος και αισιοδοξία όπως τότε. Δώσε χρώμα στις μέρες μου και πάρε επιτέλους αυτό το αναθεματισμένο το γκρι. Μ’ έχει κουράσει. Κλείσε με τα χέρια σου το πρόσωπό μου και δείξε μου, πες μου, πως ό,τι καλύτερο μου συνέβη ήταν αληθινό. Πως υπάρχει ακόμα και πως τίποτα δε χάθηκε. Ποιος άλλος μπορεί να το κάνει αυτό καλύτερα από σένα; Κράτησέ μου το χέρι κι ανέβασέ με. Δώσε μου οξυγόνο. Δώσε μου ζωή.
Αγκάλιασέ με να ενωθούν ξανά τα κομμάτια μου, να νιώσω ολοκληρωμένη. Αφού γνωρίζεις πως κανέναν τόπο δεν έχω αγαπήσει περισσότερο πέρα απ’ την αγκαλιά σου. Και κανένα ζευγάρι χέρια δεν μπορεί να την αντικαταστήσει. Εκεί ανήκω, εκεί γεννήθηκα κι αν με αφήσεις, εκεί θέλω να ζω. Μόνο να έρθεις. Για να σταματήσω να σε ψάχνω έτσι άσκοπα. Να σταματήσω να σκορπίζομαι. Να ξαναγεννηθώ. Τίποτα δεν είναι πιο ουσιώδες από μια αγκαλιά. Ξέρεις, αυτή τη δική σου. Αυτήν που τυλίγεις με τα χέρια σου το σώμα μου και κρατάς την ψυχή μου.
Γράφει η Μαρία Διακουράκη
Πηγή
Δώσε μου πίσω την αγκαλιά σου. Σε καμία άλλη δεν ταιριάζω. Και αν έστω για μια στιγμή πήγα να βολευτώ σε κάποια, αμέσως το συνειδητοποίησα και ξεγλίστρησα. Δεν ήσουν εσύ εκεί. Δεν είναι δικά σου χέρια αυτά που μ’αγγίζουν. Τα νιώθω ασταθή να ταλαντεύονται και να πειραματίζονται στα χάδια και στ’ αγγίγματα. Να μην ξέρουν πως να το κάνουν και να μην καταλαβαίνουν γιατί το κάνουν. Να χάνονται και να κρύβονται κάτω από ρηχές υποσχέσεις και κοινότυπα λόγια, τα οποία άηχα βγαίνουν από τα χείλη κάποιου ξένου.
«Πόσο χαμηλά έχεις πέσει» θα μου πεις κι εγώ θα ψάξω να βρω κουράγιο και παρηγοριά στον τόνο της φωνής σου. «Τόσο χαμηλά όσο με άφησες» θα σου πω. «Έλα να με σηκώσεις πάλι». Και θα το κάνεις. Γιατί ξέρεις πως όσο κι αν ψάξουμε κι οι δύο, πουθενά δεν θα ξανακουμπώσουμε το ίδιο. Πουθενά δε θα λείπεις το ίδιο. Σε μία τέτοια ιστορία αγάπης δε χωράει τόσο άδοξο τέλος, δε συμφωνείς;
Έλα, λοιπόν, πίσω στη θέση σου και κλείσε με στην αγκαλιά σου. Να θυμηθώ πως ανασαίνει κανείς με ασφάλεια. Χωρίς φόβους και κόμπους στο λαιμό. Κλείσε με μέσα εκεί και άσε με να πάρω δόση από τη ζωή μου. Άσε με να γευτώ εσένα. Τη μυρωδιά σου, την αναπνοή σου, τα μάτια σου. Αυτά τα τόσο δικά σου που μου στέρησες τόσο καιρό. Τα βασικά συστατικά της ζωής μου.
Θύμισέ μου ν’ αγαπάω τον κόσμο, να μην τον φοβάμαι. Να τον κοιτάζω με θάρρος και αισιοδοξία όπως τότε. Δώσε χρώμα στις μέρες μου και πάρε επιτέλους αυτό το αναθεματισμένο το γκρι. Μ’ έχει κουράσει. Κλείσε με τα χέρια σου το πρόσωπό μου και δείξε μου, πες μου, πως ό,τι καλύτερο μου συνέβη ήταν αληθινό. Πως υπάρχει ακόμα και πως τίποτα δε χάθηκε. Ποιος άλλος μπορεί να το κάνει αυτό καλύτερα από σένα; Κράτησέ μου το χέρι κι ανέβασέ με. Δώσε μου οξυγόνο. Δώσε μου ζωή.
Αγκάλιασέ με να ενωθούν ξανά τα κομμάτια μου, να νιώσω ολοκληρωμένη. Αφού γνωρίζεις πως κανέναν τόπο δεν έχω αγαπήσει περισσότερο πέρα απ’ την αγκαλιά σου. Και κανένα ζευγάρι χέρια δεν μπορεί να την αντικαταστήσει. Εκεί ανήκω, εκεί γεννήθηκα κι αν με αφήσεις, εκεί θέλω να ζω. Μόνο να έρθεις. Για να σταματήσω να σε ψάχνω έτσι άσκοπα. Να σταματήσω να σκορπίζομαι. Να ξαναγεννηθώ. Τίποτα δεν είναι πιο ουσιώδες από μια αγκαλιά. Ξέρεις, αυτή τη δική σου. Αυτήν που τυλίγεις με τα χέρια σου το σώμα μου και κρατάς την ψυχή μου.
Γράφει η Μαρία Διακουράκη
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια: